- θετήρ
- θετήρ, -ήρος, ὁ (Α) [τίθημι]τολμηρός, δραστήριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θετήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῆρες — θετήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνοθετήρ — ῆρος, ὁ, Α ὑμνοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θετήρ (< τίθημι), πρβλ. ἀθλο θετήρ] … Dictionary of Greek
αθλοθετήρ — ἀθλοθετὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο αθλοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλον + θετὴρ < τίθημι] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… … Proto-Indo-European etymological dictionary